ψαθυρά

ψαθυρά
ψαθυρός
friable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CATACECAUMENE — Phrygiae regio, quam alii Mysiae, alii Maeoniae ascribunt, ut videre est apud Strabonem. Sed eandem Phrygiae Hesychius tribuit vocabulô Εἰναρίμοις. Α῎ριμα, inquit, τιῃὲς την` Κατακεκαυμένην τῆς Φρυγίας χώραν. Diodorus item Siculus, quo locô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • καολινίτης — Ορυκτό που προέρχεται από την αποσάθρωση των αστρίων (καολινίωση). Συνήθως έχει λευκό έως κίτρινο χρώμα και είναι ένα ένυδρο πυριτικό άλας του αργιλίου, με χημικό τύπο Al2Si2O5(OH)4. Η δομή των κρυστάλλων του είναι πολύπλοκη, καθώς αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”